ὠργίασε

ὠργίασε
ὠργίᾱσε , ὀργιάω
to be fierce
aor ind act 3rd sg (attic doric)
ὀργιάζω
celebrate
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οργιάζω — (Α ὀργιάζω) [όργια] νεοελλ. 1. ζω έκλυτο βίο, κάνω ανήθικες πράξεις 2. κάνω παράνομες πράξεις αρχ. 1. τελώ θρησκευτικά όργια («θυσίαις καὶ πομπαῑς ἃς αὐτὸς ὠργίασε καὶ κατέστησε», Πλούτ.) 2. τιμώ ή λατρεύω κάποιον με όργια 3. εισάγω κάποιον στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”